πλαστοχημεία

πλαστοχημεία
η, Ν
χημ. επιστήμη και τεχνική που είχε ως αντικείμενο τη μελέτη και την παρασκευή τών πλαστικών υλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. plastochimie < πλαστός + χημεία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”